αινίτικος

αινίτικος
-η, -ο
1. αυτός που προέρχεται από την Αίνο
2. το ουδ. ως ουσ. το αινίτικο και νίτικο
είδος καπνιστού ψαριού (κέφαλος), που προέρχεται από την πόλη Αίνο τής Θράκης (αλλ. λυκουρίνος).
[ΕΤΥΜΟΛ. αινίτικος < εθν. Αινίτης < τοπων. Αίνος, πόλη τής Θράκης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”